fuss
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fuss (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η φασαρία, ο ντόρος, περιττή ταραχή, ανησυχία ή δραστηριότητα
- ⮡ The children are making too much fuss in their rooms.
- Τα παιδιά κάνουν πολύ φασαρία μέσα στα δωμάτιά τους.
- ⮡ When the kids get together, they make a big fuss.
- Όταν μαζεύονται τα παιδιά, κάνουν πολύ ντόρο.
- ⮡ The children are making too much fuss in their rooms.
- (ενικός) η φασαρία, ο ντόρος για κάποιο θέμα ή πρόβλημα
- ⮡ Don't make such a fuss about a minor problem!
- Μην κάνεις τόση φασαρία για ένα μικρό πρόβλημα!
- ⮡ What’s all this fuss about?
- Γιατί όλος αυτός ο ντόρος;
- ⮡ Don't make such a fuss about a minor problem!