fuss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fʌs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fuss (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η φασαρία, ο ντόρος, περιττή ταραχή, ανησυχία ή δραστηριότητα
    ⮡  The children are making too much fuss in their rooms.
    Τα παιδιά κάνουν πολύ φασαρία μέσα στα δωμάτιά τους.
    ⮡  When the kids get together, they make a big fuss.
    Όταν μαζεύονται τα παιδιά, κάνουν πολύ ντόρο.
  2. (ενικός) η φασαρία, ο ντόρος για κάποιο θέμα ή πρόβλημα
    ⮡  Don't make such a fuss about a minor problem!
    Μην κάνεις τόση φασαρία για ένα μικρό πρόβλημα!
    ⮡  What’s all this fuss about?
    Γιατί όλος αυτός ο ντόρος;