esclave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]esclave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]esclave (fr)