embrace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
embrace embraces

embrace (en)

  1. η αγκαλιά
    ⮡  She took the child in her embrace.
    Πήρε το παιδί στην αγκαλιά της.
     συνώνυμα:  arm, cuddle, hug και snuggle
  2. (μεταφορικά) η αγκαλιά
    ⮡  The homeland accepted the refugees into its embrace.
    H πατρίδα δέχτηκε στην αγκαλιά της τους πρόσφυγες.
ενεστώτας embrace
γ΄ ενικό ενεστώτα embraces
αόριστος embraced
παθητική μετοχή embraced
ενεργητική μετοχή embracing

embrace (en)

  1. (αμετάβατο) αγκαλιάζομαι
    ⮡  The two friends embraced (each other).
    Οι δυο φίλοι αγκαλιάστηκαν.
     συνώνυμα:  cuddle, hug και snuggle
  2. (μεταβατικό) αγκαλιάζω
    ⮡  He embraced her tightly.
    Την αγκάλιασε σφιχτά.
     συνώνυμα: hug, enfold
  3. (μεταβατικό, μεταφορικά) αγκαλιάζω, ασπάζομαι, ενστερνίζομαι, υιοθετώ (πχ ιδέες)
    ⮡  He embraced the principles.
    Ενστερνίστηκε τις αρχές.
     συνώνυμα: adopt, espouse
  4. (μεταφορικά, μεταβατικό) επωφελούμαι από κάτι, δράττομαι, αρπάζω
    ⮡  He embraced the opportunity.
    Άρπαξε την ευκαιρία.