economia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
economia economie

economia (it)θηλυκό

  1. η οικονομία




Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

economia (pt)θηλυκό

  1. η οικονομία