copyright

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
copyright copyrights

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
copyright < copy + right

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

copyright (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το δικαίωμα του κοπιράιτ, τα πνευματικά δικαιώματα
  2. το σύμβολο ©



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

copyright (fr) αρσενικό

  1. κοπιράιτ