copyright
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
copyright | copyrights |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]copyright (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το δικαίωμα του κοπιράιτ, τα πνευματικά δικαιώματα
- το σύμβολο ©
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]copyright (fr) αρσενικό