concentration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
concentration concentrations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
concentration < concentrate + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concentration (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η ικανότητα να βάζω όλη μου την προσπάθεια και την προσοχή σε κάτι, χωρίς να σκέφτομαι άλλα πράγματα
    ⮡  This task requires great concentration.
    Αυτή η δουλειά θέλει μεγάλη συγκέντρωση.
  2. (μετρήσιμο) η συγκέντρωση, πολλά σε ένα μέρος
    ⮡  a large concentration of enemy troops - μεγάλη συγκέντρωση εχθρικών στρατευμάτων

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concentration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]