concentration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
concentration | concentrations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- concentration < concentrate + -ion
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]concentration (en)
- (μη μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η ικανότητα να βάζω όλη μου την προσπάθεια και την προσοχή σε κάτι, χωρίς να σκέφτομαι άλλα πράγματα
- ⮡ This task requires great concentration.
- Αυτή η δουλειά θέλει μεγάλη συγκέντρωση.
- ⮡ This task requires great concentration.
- (μετρήσιμο) η συγκέντρωση, πολλά σε ένα μέρος
- ⮡ a large concentration of enemy troops - μεγάλη συγκέντρωση εχθρικών στρατευμάτων
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- concentration - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκέντρωση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]concentration (fr) θηλυκό
- συγκέντρωση
- camp de concentration: το στρατόπεδο συγκέντρωσης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη concentrer