carrier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carrier (fr)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carrier < carr(y) -i- + -er

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkæ.ɹɪ.ə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carrier (en)

  1. ο φορέας
  2. ο ξενιστής ενός παθογόνου μικροοργανισμού
  3. ο μεταφορέας
  4. όχημα μεταφοράς
  5. (τηλεπικοινωνίες) φορέας (ιδιοκτήτης δικτύου)[1]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.