carré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ʁe/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carré carrés

carré (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό carré carrés
θηλυκό carrée carrées

carré (fr)

  1. (μαθηματικά)τετραγωνικός
    ⮡  la racine carrée de 4 est égale à 2 - η τετραγωνική ρίζα του 4 είναι 2
  2. (μεταφορικά) ντόμπρος, ευθύς
  3. (μεταφορικά) τετράγωνος, του οποίου το φέρσιμο δείχνει έλλειψη ευελιξίας
    ⮡  il est très carré dans sa réflexion - είναι πολύ τετράγωνος/φέρεται πολύ τετραγωνικά