cutlet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cutlet (en)

  1. λεπτό κομμάτι κρέας, τηγανισμένο
  2. κοτολέτα, μπριζολάκι (χοιρινό ή βοδινό)