buisson
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- buisson < boissun < αρχαία γαλλική boisson, υποκοριστικό του bois
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
buisson | buissons |
buisson (fr) αρσενικό
- ο θάμνος, συνήθως μέχρι 3 μέτρα ύψος