around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]around (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ανεπίσημο) οι γύρω, βρίσκονται τριγύρω
- ⮡ Let’s not disturb those who are around.
- Aς μην ενοχλούμε τους γύρω.
- ⮡ Let’s not disturb those who are around.
Επίρρημα
[επεξεργασία]around (en) (χωρίς παραθετικά)
- περίπου, γύρω σε, κοντά
- ⮡ The price will be around two-hundred thousand dollars.
- Η τιμή θα είναι περίπου/γύρω στις διακόσιες χιλιάδες δολάρια.
- ⮡ around midnight - γύρω στα μεσάνυχτα
- ⮡ Around noon it began to rain.
- Κοντά μεσημέρι άρχισε να βρέχει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approximately
- ⮡ The price will be around two-hundred thousand dollars.
- τριγύρω, γύρω, από κάθε πλευρά, γύρω από κάποιον ή κάτι
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) γυρίζω, περιστρέφω σε κύκλο
- ⮡ I am turning the spit around.
- Γυρίζω τη σούβλα.
- ⮡ I am turning a wheel around.
- Περιστρέφω ένα τροχό.
- ⮡ I am turning the spit around.
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) γυρίζω, περιστρέφω προς μια διαφορετική κατεύθυνση
- ⮡ He abruptly turned around and walked off.
- Γύρισε απότομα κι έφυγε.
- ⮡ Turn around and look at me!
- Γύρισε και κοίταξέ με!
- ⮡ He swiveled around in his chair.
- Περιστράφηκε στην πολυθρόνα του.
- ⮡ He abruptly turned around and walked off.
- γύρω, τριγύρω, ολόγυρα, σε πολλά μέρη
- ⮡ I am looking around.
- Κοιτάζω γύρω.
- ⮡ They ran all around.
- Έτρεξαν από τριγύρω.
- ⮡ He took a look around.
- Έριξε μια ματιά ολόγυρα.
- ⮡ He was showing me around.
- Μου έδειχνε το μέρος.
- ≈ συνώνυμα: about (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ I am looking around.
- τριγυρίζω, περιστρέφω, χρησιμοποιείται για να περιγράψει δραστηριότητες που δεν έχουν πραγματικό σκοπό
- ⮡ Why don’t you work instead of lounging around?
- Γιατί δε δουλεύεις αντί να τριγυρίζεις εδώ κι εκεί;
- ⮡ He floats around from town to town with nothing to do.
- Τριγυρίζει από πόλη σε πόλη χωρίς να κάνει τίποτα.
- ⮡ He kept pacing around in the room all night long.
- Περιστρεφόταν στο δωμάτιο όλη τη νύχτα.
- ≈ συνώνυμα: about (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ Why don’t you work instead of lounging around?
- γύρω, τριγύρω, κοντά, τριγυρίζω, είμαι παρών ή διαθέσιμος σε ένα μέρος
- ⮡ It’s somewhere around here.
- Είναι κάπου εδώ γύρω.
- ⮡ I will be around if you need me.
- Θα βρίσκομαι τριγύρω αν με χρειαστείς./Θα είμαι εδώ γύρω αν με χρειαστείς.
- ⮡ Somewhere around there I saw him hanging around.
- Kάπου εκεί γύρω τον είδα να περιφέρεται.
- ⮡ Stay around because I may need you.
- Μείνε εδώ κοντά γιατί μπορώ να σε χρειαστώ.
- ⮡ There is a young man hanging around our house.
- Κάποιος νεαρός τριγυρίζει το σπίτι μας.
- ≈ συνώνυμα: about (ειδικά βρετανικά αγγλικά), → δείτε τη λέξη near
- ⮡ It’s somewhere around here.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- round (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
Πρόθεση
[επεξεργασία]around (en) (ειδικά αμερικανικά αγγλικά)
- γύρω, γύρω από, τριγύρω, ολόγυρα, τριγυρίζω, που περιβάλλει
- ⮡ They all sat around me.
- Κάθισαν όλοι γύρω μου.
- ⮡ She has people around her that love her.
- Έχει γύρω της ανθρώπους που την αγαπούν.
- ⮡ We all sat around the table.
- Καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι.
- ⮡ Butterflies were flying around us.
- Πεταλούδες πετούσαν τριγύρω μας.
- ⮡ Pigeons were flying all around us.
- Ολόγυρά μας πετούσαν περιστέρια.
- ⮡ He put a wall around the garden.
- Τριγύρισε τον κήπο με τοίχο.
- ⮡ She threw her arms around his neck.
- Ρίχτηκε στο λαιμό του.
- ⮡ They all sat around me.
- γύρω, γύρω από, στην πλευρά του κάτι
- ⮡ The road goes around the lake.
- Ο δρόμος πάει γύρω γύρω στη λίμνη.
- ⮡ The road passes around the village.
- Ο δρόμος περνάει γύρω από το χωριό.
- ⮡ just around the corner - μόλις στρίψεις τη γωνία
- ⮡ The road goes around the lake.
- γυρίζω, στρέφομαι γύρω από, περί, κινούμαι σε κύκλο
- ⮡ Some cars were racing around the stadium.
- Κάποια αυτοκίνητα έτρεχαν γύρω από το στάδιο.
- ⮡ The earth rotates around the sun.
- Η γη γυρίζει/στρέφεται γύρω από τον ήλιο.
- ⮡ The earth revolves around its axis.
- Η γη στρέφεται περί τον άξονά της.
- ⮡ Some cars were racing around the stadium.
- γύρω σε, γύρω από, τριγύρω, σε πολλά σημεία σε έναν χώρο
- ⮡ I will be helping around the house.
- Θα βοηθώ γύρω από το σπίτι.
- ⮡ He looked around the room.
- Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο.
- ⮡ He looked around him.
- Κοίταξε τριγύρω του.
- ⮡ I will be helping around the house.
- γύρω από, γυρίζω σε, περιστρέφομαι σε, για δήλωση αναφοράς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- round (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
Πηγές
[επεξεργασία]- around (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- around (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 204, 690, 770-771, 893. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, γωνία, γύρω, περιστρέφω, ρίχνω, τριγυρίζω