around

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

around (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (ανεπίσημο) οι γύρω, βρίσκονται τριγύρω
    ⮡  Let’s not disturb those who are around.
    Aς μην ενοχλούμε τους γύρω.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

around (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. περίπου, γύρω σε, κοντά
    ⮡  The price will be around two-hundred thousand dollars.
    Η τιμή θα είναι περίπου/γύρω στις διακόσιες χιλιάδες δολάρια.
    ⮡  around midnight - γύρω στα μεσάνυχτα
    ⮡  Around noon it began to rain.
    Κοντά μεσημέρι άρχισε να βρέχει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approximately
  2. τριγύρω, γύρω, από κάθε πλευρά, γύρω από κάποιον ή κάτι
    ⮡  I don’t know who lives around here.
    Δεν ξέρω ποιοι μένουν τριγύρω.
    ⮡  They all sat around to hear the fairytale.
    Kάθισαν όλα γύρω γύρω για να ακούσουν το παραμύθι.
     συνώνυμα: about
  3. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) γυρίζω, περιστρέφω σε κύκλο
    ⮡  I am turning the spit around.
    Γυρίζω τη σούβλα.
    ⮡  I am turning a wheel around.
    Περιστρέφω ένα τροχό.
  4. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) γυρίζω, περιστρέφω προς μια διαφορετική κατεύθυνση
    ⮡  He abruptly turned around and walked off.
    Γύρισε απότομα κι έφυγε.
    ⮡  Turn around and look at me!
    Γύρισε και κοίταξέ με!
    ⮡  He swiveled around in his chair.
    Περιστράφηκε στην πολυθρόνα του.
  5. γύρω, τριγύρω, ολόγυρα, σε πολλά μέρη
    ⮡  I am looking around.
    Κοιτάζω γύρω.
    ⮡  They ran all around.
    Έτρεξαν από τριγύρω.
    ⮡  He took a look around.
    Έριξε μια ματιά ολόγυρα.
    ⮡  He was showing me around.
    Μου έδειχνε το μέρος.
     συνώνυμα: about (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
  6. τριγυρίζω, περιστρέφω, χρησιμοποιείται για να περιγράψει δραστηριότητες που δεν έχουν πραγματικό σκοπό
    ⮡  Why don’t you work instead of lounging around?
    Γιατί δε δουλεύεις αντί να τριγυρίζεις εδώ κι εκεί;
    ⮡  He floats around from town to town with nothing to do.
    Τριγυρίζει από πόλη σε πόλη χωρίς να κάνει τίποτα.
    ⮡  He kept pacing around in the room all night long.
    Περιστρεφόταν στο δωμάτιο όλη τη νύχτα.
     συνώνυμα: about (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
  7. γύρω, τριγύρω, κοντά, τριγυρίζω, είμαι παρών ή διαθέσιμος σε ένα μέρος
    ⮡  It’s somewhere around here.
    Είναι κάπου εδώ γύρω.
    ⮡  I will be around if you need me.
    Θα βρίσκομαι τριγύρω αν με χρειαστείς./Θα είμαι εδώ γύρω αν με χρειαστείς.
    ⮡  Somewhere around there I saw him hanging around.
    Kάπου εκεί γύρω τον είδα να περιφέρεται.
    ⮡  Stay around because I may need you.
    Μείνε εδώ κοντά γιατί μπορώ να σε χρειαστώ.
    ⮡  There is a young man hanging around our house.
    Κάποιος νεαρός τριγυρίζει το σπίτι μας.
     συνώνυμα: about (ειδικά βρετανικά αγγλικά), → δείτε τη λέξη near

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

around (en) (ειδικά αμερικανικά αγγλικά)

  1. γύρω, γύρω από, τριγύρω, ολόγυρα, τριγυρίζω, που περιβάλλει
    ⮡  They all sat around me.
    Κάθισαν όλοι γύρω μου.
    ⮡  She has people around her that love her.
    Έχει γύρω της ανθρώπους που την αγαπούν.
    ⮡  We all sat around the table.
    Καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι.
    ⮡  Butterflies were flying around us.
    Πεταλούδες πετούσαν τριγύρω μας.
    ⮡  Pigeons were flying all around us.
    Ολόγυρά μας πετούσαν περιστέρια.
    ⮡  He put a wall around the garden.
    Τριγύρισε τον κήπο με τοίχο.
    ⮡  She threw her arms around his neck.
    Ρίχτηκε στο λαιμό του.
  2. γύρω, γύρω από, στην πλευρά του κάτι
    ⮡  The road goes around the lake.
    Ο δρόμος πάει γύρω γύρω στη λίμνη.
    ⮡  The road passes around the village.
    Ο δρόμος περνάει γύρω από το χωριό.
    ⮡  just around the corner - μόλις στρίψεις τη γωνία
  3. γυρίζω, στρέφομαι γύρω από, περί, κινούμαι σε κύκλο
    ⮡  Some cars were racing around the stadium.
    Κάποια αυτοκίνητα έτρεχαν γύρω από το στάδιο.
    ⮡  The earth rotates around the sun.
    Η γη γυρίζει/στρέφεται γύρω από τον ήλιο.
    ⮡  The earth revolves around its axis.
    Η γη στρέφεται περί τον άξονά της.
  4. γύρω σε, γύρω από, τριγύρω, σε πολλά σημεία σε έναν χώρο
    ⮡  I will be helping around the house.
    Θα βοηθώ γύρω από το σπίτι.
    ⮡  He looked around the room.
    Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο.
    ⮡  He looked around him.
    Κοίταξε τριγύρω του.
  5. γύρω από, γυρίζω σε, περιστρέφομαι σε, για δήλωση αναφοράς
    ⮡  The discussion revolved around the topic.
    H συζήτηση στρεφόταν γύρω από το θέμα.
    ⮡  Once again the conversation was around inflation.
    Η συζήτηση γύρισε πάλι στον πληθωρισμό.
    ⮡  The discussion was around the elections.
    Η συζήτηση περιστράφηκε στις εκλογές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη about

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]