aptus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]aptus, -a, -um
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος apo
Επίθετο
[επεξεργασία]aptus, -a, -um
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | aptus | apta | aptum | aptī | aptae | apta |
γενική | aptī | aptae | aptī | aptōrum | aptārum | aptōrum |
δοτική | aptō | aptae | aptō | aptīs | aptīs | aptīs |
αιτιατική | aptum | aptam | aptum | aptōs | aptās | apta |
κλητική | apte | apta | aptum | aptī | aptae | apta |
αφαιρετική | aptō | aptā | aptō | aptīs | aptīs | aptīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- aptus, apo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.