allow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας allow
γ΄ ενικό ενεστώτα allows
αόριστος allowed
παθητική μετοχή allowed
ενεργητική μετοχή allowing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈlaʊ/
 
 

allow (en)

  1. επιτρέπω, αφήνω κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι· αφήνω κάτι να συμβεί ή να γίνει
    ⮡  Smoking is not allowed.
    Δεν επιτρέπεται το κάπνισμα.
    ⮡  Don’t allow the fire to go out.
    Μην αφήσεις τη φωτιά να σβήσει.
  2. επιτρέπω, επιδέχομαι, δίνω τη δυνατότητα
    ⮡  This inheritance will allow me to continue my studies.
    Αυτό το κληροδότημα θα μου επιτρέψει να συνεχίσω τις σπουδές μου.
    ⮡  It is a passage of ancient text which allows for many interpretations.
    Είναι ένα χωρίο αρχαίου κειμένου που επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
     συνώνυμα: enable

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]