allow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | allow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | allows |
αόριστος | allowed |
παθητική μετοχή | allowed |
ενεργητική μετοχή | allowing |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]allow (en)
- επιτρέπω, αφήνω κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι· αφήνω κάτι να συμβεί ή να γίνει
- ⮡ Smoking is not allowed.
- Δεν επιτρέπεται το κάπνισμα.
- ⮡ Don’t allow the fire to go out.
- Μην αφήσεις τη φωτιά να σβήσει.
- ⮡ Smoking is not allowed.
- επιτρέπω, επιδέχομαι, δίνω τη δυνατότητα