akaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akaro | akaroj |
αιτιατική | akaron | akarojn |
akaro (eo)
- το άκαρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akaro | akaroj |
αιτιατική | akaron | akarojn |
akaro (eo)