autodafé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
autodafé < πορτογαλική autodafe < auto da fe (πράξη πίστης)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.to.da.fe/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
autodafé autodafés

autodafé (fr) αρσενικό