Address
:
[go:
up one dir
,
main page
]
Include Form
Remove Scripts
Accept Cookies
Show Images
Show Referer
Rotate13
Base64
Strip Meta
Strip Title
Session Cookies
outdoors
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Επίρρημα
[
επεξεργασία
]
outdoors
(en)
έξω
, στο
ύπαιθρο
,
εξωτερικός
χώρος
⮡
It was sunny so I went
outdoors
.
Είχε λιακάδα κι έτσι βγήκα
έξω
.
⮡
I work
outdoors
.
Δουλεύω
στο ύπαιθρο
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
outside
≠
αντώνυμα
:
indoors
Πηγές
[
επεξεργασία
]
outdoors
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Επιρρήματα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
বাংলা
English
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
한국어
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
Sängö
Simple English
Svenska
தமிழ்
ไทย
Tagalog
Tiếng Việt
中文