militante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
militante | militantes |
militante (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
militante | militantes |
militante (fr) θηλυκό