mammifère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mammifère | mammifères |
mammifère (fr) αρσενικό
- το θηλαστικό
ενικός | πληθυντικός |
mammifère | mammifères |
mammifère (fr) αρσενικό