majuscule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
majuscule majuscules

majuscule (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κεφαλαίος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
majuscule majuscules

majuscule (fr) θηλυκό

  1. το κεφαλαίο γράμμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]