μύδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μύδι | τα | μύδια |
γενική | του | μυδιού | των | μυδιών |
αιτιατική | το | μύδι | τα | μύδια |
κλητική | μύδι | μύδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύδι < ελληνιστική κοινή μύδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μῦς[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐δι
- ομόηχο: Μήδοι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύδι ουδέτερο
- (θαλάσσιο ζώο) κοινή ονομασία μαλάκιων με όστρακο, της οικογένειας των Μυτιλιδών της τάξη των Νηματοβραγχίων, που ζουν σε αλμυρά νερά προσκολλημένα σε βράχια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μύδι στη Βικιπαίδεια
- στρείδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μύδι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μύδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θαλάσσια ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)