Address
:
[go:
up one dir
,
main page
]
Include Form
Remove Scripts
Accept Cookies
Show Images
Show Referer
Rotate13
Base64
Strip Meta
Strip Title
Session Cookies
Scham
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Scham
(de)
θηλυκό
ντροπή
,
αισχύνη
γεννητικά όργανα
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
schämen
Schamgefühl
Schamhaare
schamhaft
Schamlippen
schamlos
unverschämt
Unverschämtheit
verschämt
Κατηγορίες
:
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Ido
Íslenska
한국어
Kurdî
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Polski
Русский
Sängö
Slovenčina
Svenska
Türkçe
中文