Angesicht
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Angesicht | die | Angesichter |
γενική | des | Angesichts Angesichtes |
der | Angesichter |
δοτική | dem | Angesicht Angesichte |
den | Angesichtern |
αιτιατική | das | Angesicht | die | Angesichter |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Angesicht (de) ουδέτερο