élan

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 00:32, 14 Νοεμβρίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py ζωολογία = θηλαστικό όπως Συζήτηση 2022:Κατηγορίες Ζώων REPLACE)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
élan élans

élan (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) η άλκη
  2. η φόρα