sorta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία

sorta < συντόμευση του sort of

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɔː.tə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈsɔɹ.tə/ (ΗΠΑ)

Επίρρημα

sorta (en)

  • (προφορικό, ανεπίσημο) κάπως

Συνώνυμα



Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sorta sorte

sorta (it)