sorta

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 00:39, 3 Οκτωβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sorta < συντόμευση του sort of

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsɔː.tə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈsɔɹ.tə/ (ΗΠΑ)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

sorta (en)

  • (προφορικό, ανεπίσημο) κάπως

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sorta sorte

sorta (it)