saw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός | πληθυντικός |
saw | saws |
saw (en)
ενεστώτας | saw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | saws |
αόριστος | sawed |
παθητική μετοχή | sawed, sawn |
ενεργητική μετοχή | sawing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
saw (en) (αόριστος : sawed, παθ. μτχ. : sawn)
saw (en)