Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Ετυμολογία
- rybak < ryb}
Προφορά
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
Ουσιαστικό
rybak (pl) αρσενικό
- ψαράς (άτομο που ψαρεύει)
Συγγενικά