raso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- raso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | raso | rasoj |
αιτιατική | rason | rasojn |
raso (eo)
- η ράτσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | raso | rasoj |
αιτιατική | rason | rasojn |
raso (eo)