pretender

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ουσιαστικό

pretender (en)

  1. υποκρινόμενος
  2. που ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα εξουσίας που κατέχει άλλος ή συνηθέστερα που έχει καταργηθεί συστημικά
    συχνά ο υποκρινόμενος άρχοντας ντύνεται ανάλογα, στις μέρες μας κυρίως σε επίσημες επισκέψεις και θρησκευτικές τελετές