peel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
ενεστώτας peel
γ΄ ενικό ενεστώτα peels
αόριστος peeled
παθητική μετοχή peeled
ενεργητική μετοχή peeling

Ρήμα

peel (en)

  • (αμετάβατο) ξεφλουδίζω, για μια επιφάνεια που αφαιρούνται στενά ή μικρά κομμάτια από κάτι που καλύπτει κάτι
    He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
    Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.

Πηγές