oculus
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oculus (en)
- (αρχιτεκτονική) κυκλικό παράθυρο
- το μάτι
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oculus (la)
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- oculus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.