minuta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: mínúta

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

minuta (sq)



Ουσιαστικό

minuta (bs) θηλυκό

  1. το λεπτό
    η μονάδα χρόνου
    η μονάδα γωνίας



Κλιτικός τύπος επιθέτου

minuta (it)



Προφορά

 

Ουσιαστικό

minuta (pl) θηλυκό

  1. το λεπτό
    η μονάδα χρόνου
    η μονάδα γωνίας
    (συνεκδοχικά) (οικείο) η απόσταση ενός λεπτού

Συγγενικά



Προφορά

 

Ουσιαστικό

minuta (cs) θηλυκό

  1. το λεπτό
    η μονάδα χρόνου
    η μονάδα γωνίας