main

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Επίθετο

main (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος, πρωταρχικός, το μεγαλύτερο ή σημαντικότερο στο είδος του
    ⮡  the main course of a meal - το κύριο φαγητό ενός γεύματος
    ⮡  the main street of the village - ο κύριος δρόμος του χωριού
    ⮡  The main reason why…
    Ο κύριος λόγος που…
    ⮡  His main enemy is laziness.
    Ο κυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.
    ⮡  the main cause of his failure - η πρωταρχική αιτία της αποτυχίας του

Συνώνυμα

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
main mains

main (en)

  • ο μεγάλος σωλήνας που μεταφέρει νερό ή αέριο σε ένα κτίριο ή το μεγάλο καλώδιο που μεταφέρει ηλεκτρισμό σε ένα κτίριο
    ⮡  The broken main gushed water and flooded the road.
    Ο σπασμένος σωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.

Πηγές



Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
main mains

main (fr) θηλυκό