ward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενικός | πληθυντικός |
ward | wards |
Ουσιαστικό
ward (en)
- η πτέρυγα, το κτήριο, το διαμέρισμα ή η αίθουσα νοσοκομείου
- ⮡ terminal ward - πτέρυγα ετοιμοθανάτων
- ⮡ the COVID ward - η πτέρυγα COVID
- περιφέρεια πόλης, εκλογική περιφέρεια
- πρόσωπο υπό κηδεμονία, κηδεμονευόμενος / -η
Παράγωγα
Πηγές
- ward - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 759. ISBN 9780194325684., λήμμα: πτέρυγα