violation: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
New page: {{=fr=}} {{-ουσ-}} '''{{ξεν|fr|{{PAGENAME}}}}''' {{θ}} * παραβίαση Κατηγορία:Γαλλικά ουσιαστικά |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
(42 ενδιάμεσες εκδόσεις από 15 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-en-}}== |
|||
{{- |
{{en-κλίσ-s}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
⚫ | |||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{l|violate|en}} + {{p|-ion|en}} |
|||
⚫ | |||
==={{ουσιαστικό|en}}=== |
|||
[[Κατηγορία:Γαλλικά ουσιαστικά]] |
|||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} {{count uncount}} |
|||
* η [[παραβίαση]], η [[καταπάτηση]], η ενέργεια του να αρνούμαι να υπακούω σε νόμο, συμφωνία κτλ. |
|||
*: {{eg}} ''The '''violation''' of the constitution is blatant.'' |
|||
*:: Η '''παραβίαση''' του συντάγματος είναι κατάφωρη. |
|||
===={{συνώνυμα}}==== |
|||
* [[transgression]] |
|||
* [[desecration]] |
|||
===={{αντώνυμα}}==== |
|||
* [[compliance]] |
|||
* [[obedience]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
* {{cf|lang=en|violate}} |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{R:OxLD}} |
|||
---- |
|||
=={{-fr-}}== |
|||
{{fr-κλίσ-rég}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
'''{{PAGENAME}}''' < {{la}} [[violatio]] |
|||
==={{ουσιαστικό|fr}}=== |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
===={{βλέπε}}==== |
|||
* [[viol]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 14:36, 25 Φεβρουαρίου 2024
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
violation | violations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]violation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η παραβίαση, η καταπάτηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να υπακούω σε νόμο, συμφωνία κτλ.
- ↪ The violation of the constitution is blatant.
- Η παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη.
- ↪ The violation of the constitution is blatant.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη violate
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
violation | violations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]violation (fr) θηλυκό