πυθμένας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυθμένας | οι | πυθμένες |
γενική | του | πυθμένα | των | πυθμένων |
αιτιατική | τον | πυθμένα | τους | πυθμένες |
κλητική | πυθμένα | πυθμένες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πυθμένας < αρχαία ελληνική πυθμήν
Προφορά
- ΔΦΑ : /piθˈme.nas/
Ουσιαστικό
πυθμένας αρσενικό
- ο πάτος, το κάτω μέρος δοχείου ή δεξαμενής